- αυτοσχεδιασμα
- αὐτοσχεδίασμααὐτο-σχεδίασμα-ατος τό импровизация, экспромт Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αὐτοσχεδίασμα — work done offhand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχεδίασμα — το και αυτοσχεδιασμός, ο (Α αὐτοσχεδίασμα, το και αὐτοσχεδιασμός, ο) [αὐτοσχεδιάζω] λόγος ή πράξη που γίνεται πρόχειρα, χωρίς πρετοιμασία νεοελλ. ειδική ικανότητα των ηθοποιών να αυτοσχεδιάζουν, να δίνουν εντελώς προσωπική ερμηνεία, με εμπνεύσεις … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδιασμάτων — αὐτοσχεδίασμα work done offhand neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισναμούρτι, Τζίντου — (Jiddu Krishnamurti, Μανταναπάλ 1895 – 1986). Ινδός θεοσοφιστής φιλόσοφος. Προερχόταν από οικογένεια φτωχών βραχμάνων. Σε ηλικία μόλις 12 ετών μυήθηκε στις θεοσοφιστικές θεωρίες από την πρόεδρο της Παγκόσμιας Θεοσοφικής Εταιρείας, Άνι Μπέζαντ, με … Dictionary of Greek